Συμμετέχω κι εγώ στο γράψιμο μιας ανάρτησης με θέμα, ή αφορμή αν προτιμάτε, τα … ντολμαδάκια. Τα δικά μου μάλιστα είναι και ετεροχρονισμένα, αλλά ελπίζω όχι «μπαγιάτικα». Το ξεκίνησε η Ακανόνιστη και συμμετείχαν πολλοί μπλόγκερς οι οποίοι έγραψαν ή και σχολίασαν. Λυπάμαι για την αργοπορημένη δική μου συμμετοχή, αλλά μόλις τώρα επέστρεψα στην μπλογκόσφαιρα. Άντε και … «καλοφάγωτα»!
Αυτή δεν θα ήταν μια συνηθισμένη Καθαρά Δευτέρα.
Το ήξεραν καλά και οι δύο.
Συναντήθηκαν στο δασάκι,
στην άκρη της μικρής επαρχιακής τους πόλης.
Ήταν κι οι δυο τους 18 ετών.
Παρόλο που το είχαν συζητήσει και σχεδιάσει,
τώρα ένιωθαν πολύ αμήχανα.
Ο ουρανός ήταν πολύ συννεφιασμένος.
Βαρύς, μολυβένιος,
όμως ο ορίζοντας ήταν γεμάτος από πολύχρωμους χαρταετούς,
λόγω της ημέρας.
Εκείνη είχε φέρει μαζί της ένα ταπεράκι με ντολμαδάκια
νηστίσιμα και λίγη λαγάνα.
Για να σπάσει την αμηχανία τού προσέφερε ένα.
Εκείνος το έφαγε βιαστικά, αν και δεν πεινούσε.
Έφαγε κι εκείνη ένα.
Συνέχισαν να τρώνε και να μιλούν γενικά, χωρίς θέμα.
Άρχισαν να πέφτουν λίγες χοντρές ψιχάλες.
Η βροχή άρχισε.
Γρήγορα έγινε μπόρα δυνατή.
Έτρεξαν για να βρουν καταφύγιο στο εκκλησάκι
στην κορυφή του λόφου.
Έφτασαν εκεί λαχανιασμένοι με τα ρούχα μουσκεμένα.
Έσπρωξαν τη μικρή σκεβρωμένη πόρτα.
Μπήκαν μέσα και σταυροκοπήθηκαν,
από συνήθεια παρά από ευλάβεια.
Μετά εκείνη άναψε δύο κεριά.
Κοιτάχτηκαν μέσα σ’ αυτό το λιγοστό φως που τρεμόπαιζε
και ξέσπασαν κι δυο σ’ ένα αυθόρμητο όσο και σπασμωδικό γέλιο.
Αυτό ήταν.
Η αμηχανία είχε ξεπεραστεί.
Ακούμπησε απαλά τις παλάμες του στους ώμους της.
Έγειραν κι οι δύο αργά προς τα μπρος και φιλήθηκαν.
Είχαν ξαναφιληθεί κι άλλες φορές, όμως τώρα ήταν διαφορετικά.
Καθώς οι γλώσσες τους εξερευνούσαν τα στόματά τους,
γεύονταν την επίγευση από τα νηστίσιμα ντολμαδάκια,
μια δυνατή επίγευση που αργεί να φύγει.
Οι δισταγμοί είχαν πλέον παραμεριστεί.
Δεν φοβόντουσαν.
Δεν τους ένοιαζε τίποτα πια.
Ούτε οι κανόνες της μικρής τους πόλης,
ούτε τα αποθαρρυντικά βλέμματα των αγίων
που τους κοίταζαν από τα εικονίσματα.
Έβγαλαν τα βρεγμένα ρούχα
και αφέθηκαν
σε έναν άτσαλο, εξερευνητικό, άγαρμπο, ορμητικό έρωτα,
χωρίς τεχνική, χωρίς κόλπα, χωρίς παρελθόν.
Λίγο αργότερα, αποκαμωμένοι και ξαπλωμένοι
πάνω στις μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες
που έστρωναν το δάπεδο του μικρού ναού,
άρχισαν να μιλούν για όλα
και πάλι χωρίς θέμα.
Όπως και τις άλλες φορές.
Μόνο που τώρα ήταν διαφορετικά.
Ξαφνικά, το ξύλινο πορτάκι άνοιξε.
Μέσα στο μισόφωτο, οι φιγούρες των εισβολέων
έδειχναν ακόμα πιο άγριες και απειλητικές.
Ήταν οι γονείς της.
Ήταν το τέλος.
Έμειναν κι οι δυο ακίνητοι.
Βρισιές.
Χαστούκια.
Χαστούκια που πονούν περισσότερο όταν είσαι δεκαοχτώ.
Όμως εκείνους δεν τους ένοιαζε ο πόνος από τα χτυπήματα.
Γιατί το μυαλό και των δυο τους ήταν ήδη
κάπου ανάμεσα στην απόλαυση του «πριν»
και στο χωρισμό του «μετά».

Δεν την ξαναείδε από τότε.
Οι γονείς του τον έστειλαν να σπουδάσει στο εξωτερικό.
Ιστορία της Τέχνης.
Ό,τι να’ ναι.
Μετά Σκηνοθεσία.
Ο,τιδήποτε για να είναι μακριά.
Εκείνη έμεινε στην μικρή τους πόλη.
Οι δικοί της γονείς δεν την άφησαν να τελειώσει το σχολείο.
Δεν σπούδασε ποτέ της, αν και το ονειρευόταν.
Οι οικογένειές τους κατάφεραν να θάψουν το σκάνδαλο.
Και μαζί μ’ αυτό κι εκείνη.
Πέντε χρόνια μετά την πάντρεψαν με έναν μεγαλογιατρό,
έναν καρδιοχειρουργό, 20 χρόνια μεγαλύτερό της .
Τον Μάρκο Βυρίλη με τ’ όνομα!
Το καύχημα της πόλης.
Ακολούθησε τον άντρα της και βρέθηκε στην Αθήνα.
Στη μεγάλη πόλη.
Μόνη και ξένη.
Απέκτησαν παιδιά, μα εκείνη δεν έπαψε να νιώθει μόνη.
Εκείνος, δεν ξαναγύρισε ποτέ στην γενέτειρά του.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, πήγε κατευθείαν στην Αθήνα.
Δούλεψε πρώτα ως οπερατέρ, αργότερα ως σκηνοθέτης.
Έκανε αρκετές ταινίες και διαφημιστικά σποτς.
Παντρεύτηκε, χώρισε.
Ξαναπαντρεύτηκε.
Ο δεύτερος γάμος πήγαινε καλύτερα από τον προηγούμενο.
Η γυναίκα του, στοργική σύζυγος, καλή νοικοκυρά
και καταπληκτική μαγείρισσα.
Μαγείρευε τα πάντα.
Παραδοσιακή κουζίνα,
«ψαγμένα» fusion φαγητά,
εξωτικές συνταγές…
Κι εκείνος, καλοφαγάς, δοκίμαζε κι έτρωγε απ’ όλα.
Απ’ όλα, εκτός από ντολμαδάκια.
Ήταν το μόνο φαγητό που δεν ήθελε ούτε να το βλέπει.
Μετά από αρκετά χρόνια γάμου, σαρανταπεντάρης πια,
κυριεύτηκε
από τη δημιουργική εκδοχή της κρίσης της μέσης ηλικίας.
Ήθελα να κάνει την τέλεια ταινία, τη μεγάλη επιτυχία.
Μετά από πολλές προσπάθειες,
κατάφερε να κάνει μια καλή συμφωνία
με μια μεγάλη εταιρεία παραγωγής.
Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν.
Ένα βράδυ, σε μία οντισιόν, το αίμα του πάγωσε.
Εκείνη παρουσιάστηκε μπροστά του.
Ήταν εκείνη ?
Ναι, ήταν εκείνη, ή μάλλον ίδια μ’ εκείνη.
Νέα, όπως τότε.
Ίσως λίγο πιο αδύνατη.
Όμως με τα ίδια μακριά μαύρα μαλλιά.
Τα ίδια ακριβώς μάτια.
Πώς ήταν δυνατόν ?
Κοίταξε τα βιογραφικά που είχε μπροστά του:
«Όλγα Βυρίλη, ετών 21, φοιτήτρια δραματικής σχολής».
Δεν άργησε να καταλάβει…
Η κόρη της !
Και τότε ξανάρθαν όλα στο μυαλό του:
Ο μολυβένιος ουρανός,
οι χαρταετοί,
τα ντολμαδάκια,
το ξωκλήσι …
Δεν είπε τίποτα στην κοπέλα.
Δεν είπε τίποτα σε κανέναν.
Όλη την υπόλοιπη ώρα τής οντισιόν,
ήταν σιωπηλός και σκεφτικός.
Όμως τα μάτια του έλαμπαν.
Πριν να φύγει
γύρισε και είπε αποφασιστικά στους συνεργάτες του,
με τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση:
«Αυτή η ταινία θα είναι μοναδική».
Μέσα στο αυτοκίνητό του,
στο δρόμο για το σπίτι του,
άρχισε να κλαίει.
Έκλαιγε για τη χαμένη νεότητά τους,
για τα χρόνια της αθωότητας,
για το χαρταετό τους
που του κόπηκε το νήμα
και χάθηκε στον μολυβένιο ουρανό…
Και δεν μπορούσε να σταματήσει,
ούτε τα δάκρυά του,
ούτε το αυτοκίνητο.
Προσπέρασε τη διασταύρωση
που θα τον οδηγούσε στο σπίτι του.
Συνέχισε να οδηγεί,
χωρίς να τον νοιάζει που πήγαινε.
Τελικά,
μετά από ώρες,
λίγο πριν ξημερώσει,
γύρισε στο σπίτι του.
Η γυναίκα του κοιμόταν.
Ήταν σίγουρη ότι εκείνος πάντα αργεί στις οντισιον,
γι’ αυτό και δεν τον περίμενε.
Είχε φροντίσει όμως να του έχει φαγητό στο τραπέζι,
για την περίπτωση που γυρνούσε πεινασμένος.
Εκείνος το είδε.
Δεν άγγιξε το φαγητό.
Πήγε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα.
Έβγαλε τα ρούχα του
και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Τη φίλησε και τη χάιδεψε, ξανά και ξανά.
Ώσπου εκείνη ξύπνησε.
Απορημένη.
Της φάνηκε παράξενο,
γιατί είχε χρόνια να το κάνει αυτό.
Σκέφτηκε να τον σταματήσει, μα δεν το’ κανε.
Εκείνος συνέχισε να τη φιλάει και να τη χαϊδεύει.
Όλο και περισσότερο.
Με τις προθέσεις του ξεκάθαρες.
Τα χέρια του την άγγιζαν παντού.
Σαν να την εξερευνούσε.
Είχε μιαν ορμή νεανική, ασυγκράτητη, ανεξήγητη.
Ταυτόχρονα είχε και την έμπειρη «μαστοριά»
του άντρα που ξέρει το κορμί της γυναίκας.
Τα δάχτυλά του, τα χείλη του, η γλώσσα του,
το κορμί του ολόκληρο,
είχαν μεταμορφωθεί
σε ένα αχόρταγο, παθιασμένο και σαρωτικό κύμα.
Όταν, μετά από ώρα,
ανακαθισμένοι στο προσκέφαλο του κρεβατιού,
μοιράζονταν το ίδιο τσιγάρο,
εκείνη τον άκουσε έκπληκτη να της λέει:
«Αγάπη μου, μπορείς αύριο να φτιάξεις ντολμαδάκια,
νηστίσιμα, γιαλαντζί ?»